- εφόριος
- ἐφόριος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορα («αγορά εφόριος» — αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό, Επιγρ.)3. παραμεθόριος4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐφόριατα σύνορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅριον (< ὅρος «σύνορο»)].
Dictionary of Greek. 2013.